- κρυφομίλημα
- κρυφομίλητό τό шепоток, шушуканье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρυφομίλημα — το [κρυφομιλώ] ψιθυριστή ή μυστική συζήτηση, κρυφή συνομιλία … Dictionary of Greek
κρυφομίλημα — το, ατος το κρυφό μίλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρυφοκουβέντιασμα — το [κρυφοκουβεντιάζω] κρυφή συζήτηση, κρυφομίλημα … Dictionary of Greek
κρυφολαλιά — η κρυφομίλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφ(ο) * + λαλιά] … Dictionary of Greek
κρυφομιλητό — το [κρυφομιλώ] κρυφομίλημα … Dictionary of Greek